- ἰσοθάνατος
- ἰσο-θάνᾰτος [θᾰ], ον,A like death, S.Fr.359;
ἀρρωστία PHaw.65.19
;κίνδυνος Vett.Val.293.4
; censured by Poll.6.174.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀρρωστία PHaw.65.19
;κίνδυνος Vett.Val.293.4
; censured by Poll.6.174.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ισοθάνατος — ἰσοθάνατος, ον (Α) ίσος με τον θάνατο, όμοιος με θάνατο (α. ἰσοθάνατος κίνδυνος» β. «ἰσοθάνατος ἀρρωστὶα») … Dictionary of Greek
ἰσοθάνατος — like death masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοθάνατον — ἰσοθάνατος like death masc/fem acc sg ἰσοθάνατος like death neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοθανάτοις — ἰσοθάνατος like death masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek